τσοχαντάρης

τσοχαντάρης
ο
πληθ. -άρηδες και -αραίοι, αυλικό αξίωμα στη σουλτανική Τουρκία αντίστοιχο με το βυζαντινό του πρωτοβεστιάριου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τσοχαντάρης — και τζοχαντάρης, ο, Ν (παλαιότερα) αξιωματούχος στην αυλή τών σουλτάνων τής Τουρκίας, αντίστοιχος προς τον πρωτοβεστιάριο τών Βυζαντινών αυτοκρατόρων. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τουρκ. προέλευσης] …   Dictionary of Greek

  • τζοχαντάρης — ο, Ν βλ. τσοχαντάρης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”